- ψαμμουργία
- ἡ, Αη τέχνη τής εξόρυξης χρυσού από την άμμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + -ουργία (< -ουργός < ἔργον), πρβλ. σιδηρ-ουργία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαμμουργίαν — ψαμμουργίᾱν , ψαμμουργία art of extracting gold from sand fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαμμουργική — ἡ, Α [ψαμμουργία] η ψαμμουργία* … Dictionary of Greek